Πριν από πολλά χρόνια, όταν η Βορείου Ηπείρου, ο δρόμος που βγάζει προς την πλατεία Σμύρνης στο Νέο Παγκράτι, ήταν ακόμα χωματόδρομος και τα καλοκαίρια έβγαιναν όλοι με το λάστιχο για να τον καταβρέξουν και να κατακάτσει η σκόνη, μια σχετικά ψηλή γυναίκα που έκρυβε τα κιλά της μέσα σε ένα ακαθορίστου σχήματος καφέ παλτό, μπήκε στο τζαμάδικο του Ηλία, για να παραγγείλει δυο τζαμένιες πόρτες.
«Είναι βιβλιοθήκη ή κάτι σαν βιτρίνα;» Ρώτησε, σημειώνοντας κάτι ακαταλαβίστικο σε ένα κομμάτι χαρτί που είχε μπροστά του, έτσι, για να δείξει ότι ήταν επαγγελματίας και ότι την έπαιρνε στα σοβαρά. «Κι αν μιλάμε για βιτρίνα, τι είδους βιτρίνα εννοούμε;»
Σ’ αυτό το σημείο της Βορείου Ηπείρου, που έπιανε όλο κι όλο μόλις τέσσερα στενά, υπήρχαν σπίτια κι απ’ τις δυο πλευρές. Τα περισσότερα ήταν με αυλές, γαρδένιες και ζουμπούλια. Υπήρχαν και τρία μαγαζιά όλο κι όλο, που δεν ήταν ακριβώς μαγαζιά, αλλά μαστοράδικα. Το ένα από αυτά, τζαμάδικο, με μεγάλη, ελαφρώς φιμέ, τζαμαρία, δείγμα κατασκευής του μάστορα και με ειδικά φτιαγμένες μεταλλικές βάσεις και επιγραφή που έλεγε: «Τζάμια – Κρύσταλλα, Ηλίας Δομπιώτης και Υιός».
Το «Υιός» ήταν μόλις δεκατεσσάρων, αλλά ο λογιστής είχε επιμείνει να προστεθεί και για να επιμένει αυτός κάτι θα ήξερε, ποιος ξέρει, μάλλον κάτι που θα γλίτωνε τον Ηλία από την εφορία. Όσο για τον «Υιό», είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται τι τεμπέλης θα γινόταν, οπότε όλες οι ελπίδες του Ηλία για το τζαμάδικο και την πελατεία του είχαν πέσει στον παραγιό του, τον Ανέστη, παρόλο που είχε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του για τέτοιες σκέψεις.
Η γυναίκα τον κοίταξε σαν να είχε να κάνει με ηλίθιο και ακούμπησε στον πάγκο μια φωτογραφία πολαρόιντ.
«Αυτό είναι», του είπε με βραχνή φωνή, που θα μπορούσε να ήταν και αντρική. Ο Ηλίας το μόνο που είδε, ήταν το άνοιγμα ανάμεσα στα μπροστινά της δόντια. Έμοιαζε σαν να έλειπε ένα δόντι. Από την άλλη, δεν ήταν και τόσο μεγάλο το κενό, ώστε να λείπει ολόκληρο δόντι. Βλαστήμησε από μέσα του, μονολογώντας: «Μην κοιτάς τα δόντια, μην κοιτάς τα δόντια. Σε μπελάδες θα σε βάλει αυτή εδώ».
Το είχε καταλάβει απ’ την αρχή. Από τον τρόπο που άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού του και έδειχνε γυναίκα με περίσσια φυσική δύναμη. Ήταν κι εκείνο το πειθαρχημένο κάρφωμα των τακουνιών στο πάτωμα καθώς πλησίαζε τον πάγκο, που έδειχνε άνθρωπο μεθοδικό και συγκεντρωμένο. Όλα αυτά είχαν φανεί, πριν ακόμα εκείνη μπει στο μαγαζί, όταν λίγα λεπτά πριν, εκείνος είχε ανασηκώσει το κεφάλι του από κάτι σημειώσεις για μια δουλειά που έπρεπε να ετοιμαστεί μέχρι το μεσημέρι, και την είδε να κοιτάζει την επιγραφή, από την απέναντι πλευρά του δρόμου.
Το παλτό ήταν λίγο φθαρμένο μπροστά. Θα πρέπει ωστόσο να ήταν από καλό ύφασμα, γιατί διατηρούσε ανέπαφο το χρώμα του σε όλο του το μπροστινό μέρος, αυτό τουλάχιστον που μπορούσε εκείνος να δει. Αν ήταν στο μαγαζί η γυναίκα του, η Ρούλα, θα του είχε πει ακόμα και από ποιο κατάστημα το είχε αγοράσει.
Του είχε πει ‘καλημέρα’ και του είχε κάνει εντύπωση η φωνή της, βαριά και βραχνή, αν και δεν πρέπει να ήταν από τσιγάρο. Δεν φαινόταν να καπνίζει. Αλλά και πάλι, δεν μπορείς να ξέρεις πάντα τι κάνει ο άλλος στο σπίτι του. Προσπάθησε να την κοιτάξει στα μάτια, αλλά τράβηξε τη ματιά του η μύτη της. Στρογγυλή και μεγάλη. Στο καπάκι προστέθηκαν και τα δόντια και δεν ήξερε πού να κοιτάξει. Κοίταξε την πολαρόιντ.
«Ο αδελφός μου που ταξιδεύει, μου την έφερε από την Αμερική» του είπε στεγνά, έχοντας καταλάβει ότι τα δόντια της είχαν τραβήξει την προσοχή του.
«Τη βιτρίνα;» απάντησε ο Ηλίας μπερδεμένος.
«Όχι, την πολαρόιντ. Τη βιτρίνα την αγόρασα πριν από μερικά χρόνια στην Πειραιώς».
Ο Ηλίας κοίταξε καλά τη φωτογραφία, αλλά ούτε μέτρα μπορούσε να πάρει από μια φωτογραφία, ούτε και να καταλάβει το μέγεθος.
«Αντίκα;»
«Ποια αντίκα, άνθρωπέ μου, από την Πειραιώς την πήρα και είναι πολύ καλά διατηρημένη. Μαόνι.» Το άνοιγμα στα δόντια ξαναφάνηκε και η φωνή της είχε ανέβει, λες και μιλούσε σε κουφό ή σε ηλίθιο. Προτίμησε το κουφός και ασυναίσθητα είπε, «Τι;»
«Πόσα θέλεις για τη φτιάξεις;»
«Άμα δεν δω τη βιτρίνα, πού να ξέρω τι θα χρειαστώ. Θέλεις και πόμολα; Και να κλειδώνει;»
Τον κοίταξε προβληματισμένη. Αυτό μάλλον δεν το είχε σκεφθεί. «Όχι, δεν θέλω να κλειδώνει, αλλά πόμολα θέλω. Πώς θα ανοίγω τις πόρτες;»
«Ναι, αλλά τα πόμολα εσύ πρέπει να τα βρεις, να αγοράσεις εκείνα που σου αρέσουν και να μου τα φέρεις. Εμείς δεν πουλάμε πόμολα. Να πας στον Λευτέρη, στη Φορμίωνος. Εκεί έχει τα πάντα.»
«Καλά, αλλά όχι σήμερα. Δεν μπορώ.»
«Κι εγώ δεν μπορώ να στείλω τον παραγιό σήμερα. Τι λες για την Τρίτη το πρωί; Θα είσαι σπίτι να στείλω τον Ανέστη κατά τις 11, να πάρει τα μέτρα;»
«Τέσσερις μέρες; Τόσες πολλές; Και πόσες θα σου πάρει μετά, για να φτιάξεις τις πόρτες;»
«Ε, εξαρτάται από το τι έχουμε να φτιάξουμε. Να δούμε πόσο ψηλή είναι, μήπως χρειαστεί να την κάνουμε σε δυο μέρη. Το γυαλί δεν είναι για να φτιάξεις και πορτάρες.»
Τον κοίταξε χωρίς να πει τίποτα και μετά με μια απότομη κίνηση άνοιξε την τσάντα της, μια μεγάλη καφέ δερμάτινη τσάντα, παραφουσκωμένη με ποιος ξέρει τι και έβγαλε από μέσα ένα χαρτί, όπου είχε σημειώσει με μπλε στυλό τη διεύθυνσή της, με προσεκτικά καθαρά γράμματα. Μόλις δυο στενά παρά πάνω, στην Τσαλδάρη. Μεθοδική. Σίγουρα είχε πάει και στο Μήτσο, στη Χρυσοστόμου Σμύρνης, για να δει τιμές.
«Και πότε θα μου δώσεις τιμή;»
«Την ίδια μέρα. Μόλις γυρίσει ο Ανέστης, θα κάνω τους υπολογισμούς μου και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω την τιμή.» Και λέγοντας αυτά, ξανακοίταξε μια το χαρτάκι, να επιβεβαιώσει ότι ο αριθμός που είχε δει κάτω από τη διεύθυνση, ήταν ο αριθμός τηλεφώνου. Μεθοδική.
«Πολύ καλά. Περιμένω την Τρίτη στις 11 τον Ανέστη. Πες του να μην αργήσει, γιατί έχω και δουλειές.»
Και έφυγε, κλείνοντας πίσω της με δύναμη την πόρτα.
Αν θέλετε να διαβάσετε ολα τα κεφάλαια από τα “Πάθη της πέτρας” σε σειρά, ΕΔΩ!